Πάμε να δούμε καράτε σήμερα;
Updated: Dec 29, 2022
Ήταν η εποχή που μάλλον είχε ενσκήψει η ενδέκατη πληγή του Φαραώ και είχε πλημμυρίσει τα σπίτια με σεμεδάκια. Ίσως έφταιγαν και κάποιες προφητικές ωδίνες από τους αντιδραστήρες του Τσερνόμπιλ για τις δεκάδες αποχρώσεις του μουσταρδί στα πλακάκια των τοίχων της κουζίνας. Όλα τα υπόλοιπα χρώματα του σκηνικού της καθημερινότητας έμοιαζαν να φιλτράρονται μέσα από τον αναλογικό φακό μιας Kodak, με εξαίρεση τις σχεδόν προσβλητικές στο μάτι αντιανεμικές φόρμες που δεν αναγνώριζαν φύλο και ηλικία, με γεωμετρικά μοτίβα σε έναν σαρκαστικό συνδυασμό του τυρκουάζ και του μοβ.
Τα σεμεδάκια ανέδιδαν παντού τη μυρωδιά του Merito, σαν να πέρασε μέσα από το σπίτι ένας οδοστρωτήρας μεταμφιεσμένος σε ατμοσίδερο για να κολλαρίσει τα πάντα, προσπερνώντας μόνο το ερμητικά κλειστό σαλόνι που μύριζε ναφθαλίνη, αν και κανείς δεν μπορεί να το πει με σιγουριά, γιατί ήταν άβατο και τις 365 μέρες του χρόνου, εκτός από τη μέρα που θα ερχόταν η θεία από την Αυστραλία και θα κάθονταν οι μεγάλοι εκεί για την τελετουργία της επίσκεψης. Αυτή η θεία ήταν που θα έφερνε και δώρο-παραγγελία το άγιο δισκοπότηρο, το ακριβοθώρητο edelweiss, το κουτί της Πανδώρας· την υψίστης τεχνολογίας συσκευή που έβαλε ένα βαρίδιο προς τα δυτικά στο ζύγι του ψυχροπολεμικού θεάτρου, το βίντεο.
Στα πρώιμα χρόνια εκείνης της δεκαετίας, ένα βίντεο που αγόραζε κάποιος στη γειτονιά θα συνοδευόταν με τιμές αποδημήσαντος δημάρχου, σαν επιτάφιος. Η είδηση θα επισκίαζε ακόμα και τα νέα για την αεροπειρατεία του μήνα. Όπως οι φωτογραφίες τότε, έτσι και το βίντεο είχε φυσική υπόσταση, και μάλιστα με μη ευκαταφρόνητο έρμα, και γρήγορα κατέστη εμβληματικό αντικείμενο του υλικού πολιτισμού. Συνήθως μαύρο και γυαλιστερό σαν να πάτησαν τον Darth Vader σε πρέσσα μάντρας αυτοκινήτων, το ΑΚΑΙ (ή κάποια άλλη, οπωσδήποτε ασιατική μάρκα) που έφερε η θεία από την ενδιάμεση στάση της στη Σιγκαπούρη, θα γινόταν ο ομφαλός του σπιτιού πριν ακόμα καν προλάβει να στρωθεί το σεμεδάκι πάνω του.
Βέβαια, θα έπρεπε να αντικατασταθεί πια και το μπαούλο-ασπρόμαυρη τηλεόραση με ένα μεγαλύτερο και μακράν βαρύτερο μπαού ας το πούμε κοντέινερ, μια έγχρωμη τηλεόραση, που αν εξετάζαμε τα specs της με τα σημερινά δεδομένα θα μετρούσαμε ένα και μοναδικό τεράστιο πίξελ, αλλά εκείνη την εποχή ο συνδυασμός των δύο συσκευών έδινε στον κάτοχό τους το πρεστίζ του Γιακούμπ και την ποιότητα ζωής του ωνασέικου.
Στα θυρανοίξια του βίντεο προτεραιότητα είχαν οι γέροντες. Η πρώτη προβολή θα ήταν ο Πεταλούδας για τον μπαμπά, μετά θα έπαιζε το Όσα παίρνει ο άνεμος για τη γιαγιά, στη συνέχεια μια οποιαδήποτε ταινία της Μπάρμπαρα Στρέιζαντ για τη μαμά και αυτό ήταν, σειρά είχαν τα νιάτα του σπιτιού. Αν κάναμε ένα γκάλοπ, ο τίτλος που θα πιθανότατα συγκέντρωνε τις περισσότερες απαντήσεις στην ερώτηση “ποια ήταν η πρώτη βιντεοκασέτα που βάλατε στο βίντεο όταν έφυγαν από το σαλόνι οι μεγάλοι;”

θα ήταν Οι Ματωμένες Γροθιές του Καράτε, και στο σημείο αυτό θα είναι ιεροσυλία εκ μέρους μας αν δεν σταθούμε όρθιοι να χειροκροτήσουμε έστω και καθυστερημένα τον άνθρωπο που παρέδωσε αυτή την μεγαλόπνοη μετάφραση του τίτλου στις επερχόμενες γενεές, δημιουργώντας μια μακρά παράδοση.
Ο απόλυτος πρωταγωνιστής Bruce Lee, αν και είχαν περάσει κάποια χρόνια από τον μυστήριο θάνατό του, είχε εδραιωθεί ως μεσσιανικών διαστάσεων φιγούρα της pop culture, μια σπανιότατη περίπτωση δημοφιλούς προσωπικότητας που ένωνε Ανατολή και Δύση, όμως τώρα, χάρη στο βίντεο, για πρώτη φορά κατέβαινε από την τεράστια οθόνη του κινηματογράφου και βρισκόταν μέσα στο σπίτι, σε απόσταση αναπνοής από τον καθισμένο χάσκοντας πάνω στο χαλί με ένα σάντουιτς τυρί ντομάτα στο χέρι θεατή.
Φυσικά, η μνημειώδης αφίσα του από το Enter the Dragon, με τις νυχιές από ένα κινέζικο χέρι Wolverine, υπήρχε ήδη σε κάθε εφηβικό δωμάτιο που σεβόταν τον εαυτό του, ανταλλάσσοντας ματιές με τον Eddie από το πόστερ του Number of the Beast.

O Bruce Lee είναι ο κύριος υπεύθυνος για την αναβάθμιση της φράσης “πάμε να δούμε ξύλο σήμερα;” σε “πάμε να δούμε καράτε σήμερα;” στην Ελλάδα, που αποτελεί ιστορική τομή στην κουλτούρα της άγνοιας περί πολεμικών τεχνών. Σε αυτόν επίσης χρωστά ευγνωμοσύνη μια ολόκληρη κάστα υπερβολικά αδύνατων παιδιών, που θύμιζαν φτερούγα κατεψυγμένου κοτόπουλου, γιατί χάρη στην (σχεδόν ακτινογραφική) εμφάνισή του μπορούσαν πια να αναπαραστήσουν κατ’ αποκλειστικότητα τον πιο badass ήρωα της εποχής μπροστά στην παρέα τους και να σνομπάρουν με τη σειρά τους τους μυώδεις και μεγαλόσωμους φίλους που εξασκούσαν πάνω τους το κινησιολόγιο του Bud Spencer.
Τα “γουααα” και τα “γοουυυ” έγιναν το επίσημο σάουντρακ της roundhouse κλωτσιάς στην αυτοσχέδια προπόνηση στο σπίτι, σπάζοντας την ησυχία της μεσημεριανής σιέστας και διακόπτοντας την καθιερωμένη ανάγνωση του Μίκι Μάους (για να μην το βαρύνουμε και πούμε μικιμάου), την κρίσιμη στιγμή που ο Σκρουτζ Μακ Ντακ ετοιμαζόταν να βουτήξει στην πισίνα με τις λίρες.
Δεν θα ήταν πολύ μακριά από την πραγματικότητα να πούμε ότι με τέτοιες εναέριες κλωτσιές άνοιξαν οι πόρτες των σχολών και των γυμναστηρίων για να συρρεύσουν αθρόως, αδιακρίτως και ταυτοχρόνως όλοι οι πιτσιρικάδες αλλά και οι μαντράχαλοι της εποχής. Παρόλη την ποικιλομορφία και την ετερόκλητη σύσταση του πληθυσμού που στριμώχτηκε σε ημιυπόγεια για να μάθει ένα σύστημα, υπήρχε μια δυσεξήγητη κοινή εμμονή σε μαθητές και δασκάλους για τα ανοίγματα και τα φαντασμαγορικά λακτίσματα, ανεξαρτήτως σχολής, τεχνικής και στυλ.
Επιδόθηκαν όλοι σε βασανιστικές ασκήσεις για να αυξήσουν την ελαστικότητά τους, ακόμα και οι μποντυμπιλντεράδες, που δεν είχαν καμιά ανάγκη να καταφύγουν σε ακροβατικά για να ρίξουν τα κορίτσια, διότι αυτά τα λακτίσματα ήταν ένας ολοκαίνουργιος, ιδιοφυής νεωτερισμός που έδωσε το σήμα για μια νέα αγορά, και ο φέρων το ανεξίτηλο στίγμα δεν ήταν άλλος από τον Bruce Lee (δεν θα αναφερθούμε στο άλλο σήμα κατατεθέν, τα nunchaku, γιατί κανείς από την πρώτη γενιά των αποπειραθέντων μιμητών δεν έχει συνέλθει ακόμα από τις αλλεπάλληλες διασείσεις ώστε να μας αφηγηθεί την εμπειρία του).
Δεν υπάρχει ούτε ένας βετεράνος μαθητής από την εποχή εκείνη που δεν έχει φωτογραφία φορώντας τη στολή του, ανοιγμένη στο στήθος για το απαραίτητο τριχωτό εφέ Τσακ Νόρρις, να ίπταται με τεντωμένη κλωτσιά σε έναν νοητό στόχο εκτός του πλαισίου της φωτογραφίας, ή, αν όχι σε εναέρια θέση, τότε σίγουρα με το πόδι σε 160 μοίρες έχοντας ήδη σπάσει τον στόχο που κρατά ο συμμαθητής του. Οι Αμερικάνοι πήραν γρήγορα χαμπάρι ότι μια κλωτσιά-υπερπαραγωγή με λίγο μεσοαστικό μελόδραμα αποτελεί αλάνθαστη συνταγή εκατομμυρίων, και έφεραν στον κόσμο το Karate Kid, μιλώντας κατευθείαν στις καρδιές εκείνων των παιδιών που θα ήθελαν να ξεκινήσουν τις πολεμικές τέχνες αλλά λιποθυμούσαν ακόμα και στην όψη μιας παρανυχίδας.

Παρεμπιπτόντως, πρέπει εδώ να δώσουμε συγχαρητήρια στον Ralph Macchio για την τρομερή ακεραιότητα χαρακτήρα που επέδειξε με την πεισματική του άρνηση να γίνει έστω και ελάχιστα καλός στις σκηνές μάχης ή στις φόρμες, αρχή στην οποία παρέμεινε πιστός μέχρι σήμερα.
Φαίνεται πως με κάθε βίντεο κλαμπ που άνοιγε έδιναν δώρο και μια σχολή πολεμικών τεχνών. Μέχρι τότε κάποιος μπορούσε να δει δύο ταινίες καράτε (και μία ακόμα ταινία που δεν θα αναφέρουμε εδώ) σε ένα απόγευμα στο σινεμά, ή να δει την ταινία που δεν θα αναφέρουμε και να του σερβίρουν με το στανιό και δύο ταινίες καράτε. Το βίντεο όμως που μπήκε στα σπίτια έδωσε ώθηση σε μια ολόκληρη βιομηχανία ταινιών πολεμικών τεχνών και προκάλεσε μια άνευ προηγουμένου ζήτηση για μια κουλτούρα που ήταν μέχρι πρότινος εξωτική και μυστηριώδης.
Το κενό του Bruce Lee ήταν τόσο δυσαναπλήρωτο, που κατασκευάστηκαν καινούργιοι, όπως ο Bruce Li, ο Bruce Lai, o Bruce Le, ο Dragon Lee και ο Bronson Lee, για να καλύψουν τις ανάγκες του κοινού. Στο πλαίσιο του Bruceploitation οι παραγωγοί έφτασαν στο σημείο να δημιουργήσουν ταινίες με τίτλους όπως Bruce Lee fights back from the grave,Exit the dragon, enter the tiger και φυσικά το αξεπέραστο The Clones of Bruce Lee, η υπόθεση του οποίου εκτυλίσσεται γύρω από μια πρωτόγονη κρυογονική μέθοδο με την οποία παρασκευάστηκαν τρεις κλώνοι του αειμνήστου για να καταπολεμήσουν το έγκλημα. Στη σκιά του ορίτζιναλ αυτοί οι δύσμοιροι martial artists στερούνταν κάθε προοπτικής να κάνουν δική τους καριέρα, όμως η ιστορία τους αδίκησε πολύ παραπάνω, καθώς οι ικανότητες και η εκπαίδευσή τους δεν υστερούσαν σε τίποτα.
